- τρίκτυπος
- τρίκτῠπος, ον,A triply resounding, epith. of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2524, 2820.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίκτυπος — ον, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Σελήνης) αυτός που αντηχεί τριπλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κτύπος (πρβλ. ἑπτά κτυπος)] … Dictionary of Greek
τρίκτυπε — τρίκτυπος triply resounding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek